- προβασιλευω
- προβασιλεύωπρο-βᾰσῐλεύωцарствовать раньше Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προβασιλεύω — ΜΑ βασιλεύω προηγουμένως … Dictionary of Greek
προβασιλευσάντων — προβασιλεύω rule aor part act masc/neut gen pl προβασιλεύω rule aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύσαντι — προβασιλεύω rule aor part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύσαντος — προβασιλεύω rule aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύων — προβασιλεύω rule pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύσας — προβασιλεύσᾱς , προβασιλεύω rule aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβασιλεύσασαν — προβασιλεύσᾱσαν , προβασιλεύω rule aor part act fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)